ἅρτος — ἄρτος , ἄρτος cake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτος — cake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
αλειφατίτης άρτος — ἀλειφατίτης ἄρτος, ο (Α) ψωμί παρασκευασμένο με προσθήκη λαδιού ή λίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφατα, πληθ. τής λ. ἄλειφαρ *] … Dictionary of Greek
ἄρτω — ἄρτος cake masc nom/voc/acc dual ἄρτος cake masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Артос — (άρτος) Βсецелая просфора. Так называется большой раскрашенный и позолоченный хлеб, по краям которого пишется полный стих: Христос воскресе и проч., а в середине изображается либо крест, либо Воскресение Христово. В течение Светлой Недели он… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἄρτε — ἄρτος cake masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτοι — ἄρτος cake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτοιν — ἄρτος cake masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτοιο — ἄρτος cake masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)